συνεγκαίω

συνεγκαίω
συνεγ-καίω, [tense] aor. -έκαυσα,
A help to brand,

κτήνη IG11(2).287

A 58 (Delos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεγκαίω — Α βοηθώ στην καύση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκαίω «καίω, θερμαίνω, θυσιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”